ΤΟ ΚΟΤΕΤΣΙ
Το «πώς» θα ξυπνήσεις στην πόλη το πρωί είναι ζήτημα τύχης και πολλών παραγόντων αστάθμητων: Μπορεί, ας πούμε, να σε ξυπνήσει ένα «άγριο» φωνακλάδικο ξυπνητήρι, ένα άστοχο ή λάθος τηλεφώνημα, τα πορτοπαράθυρα της πολυκατοικίας που ανοιγοκλείνουν με πάταγο, το νευρικό μαρσάρισμα του αυτοκινήτου του γείτονα, το απορριμματοφόρο που αδειάζει τους κάδους, ο μηχανόβιος που ξύπνησε ορεξάτος, τα σκυλιά από τα μπαλκόνια της γειτονιάς, οι μαστόροι που πιάνουν δουλειά στο γειτονικό σπίτι, κλπ, κλπ.
Στην αξέχαστη εποχή, όμως , ξυπνούσες το πρωί φυσιολογικά με τα …κοκόρια !!! Διότι ΟΛΑ τα σπίτια, τότε, της Σπάρτης είχαν το κοτέτσι τους , εκεί σε κάποιαν άκρη της αυλής ή του κήπου . Βλέπετε , οι περισσότεροι Σπαρτιάτες είχαν κατέβει από τα χωριά και είχαν φέρει μαζί τους τις χωριάτικες συνήθειες και τον τρόπο ζωής , που κράτησε κάποιες 10ετίες μέχρι να καταφέρει η πόλη να τους αλλάξει και να τους κάνει πρωτευουσιάνους .
Κοτέτσια, λοιπόν, σε κάθε σπίτι στα χρόνια τα παλιά : Γύρω – γύρω κοτετσόσυρμα με ξύλινους πασάλους και μέσα ένα μπαούλο παλιό πλαγιασμένο ή ένα κασόνι ή ένα αυτοσχέδιο ξύλινο σπιτάκι με λίγο άχυρο στη φωλιά με τον φώλο και μερικά ξυλάκια στερεωμένα για να κουρνιάζουν οι κότες . Δε έλειπε και μια παλιά κατσαρόλα γεμάτη νερό ή ένα παλιό σαγάνι για «πιάτο» φαγητού . Τις κότες τις αγόραζαν ως πουλακίδες ή και ως πουλάκια ξεπεταμένα από πλανόδιους κοτοπουλάδες που περιδιάβαιναν τις γειτονιές , ή έβαζαν κλώσσα αφού πρώτα ο Βασιλιάς του κοτετσιού , ο κόκορας ο πετεινός , είχε ασκήσει τα δικαιώματά του επί των θηλέων του Κάστρου του , βατεύοντάς τες ΟΛΕΣ ξανά και ξανά για τη διαιώνιση της οικογένειας .
Κάθε πρωί η νοικοκυρά έβαζε στην ποδιά της αραποσίτι κομμένο ή άκοπο και σαν τον σπορέα της γης το σκόρπιζε μέσα στο κοτέτσι ενώ οι κότες έτρεχαν φουρφουρίζοντας για να προλάβουν να φάνε πάντα υπό την επιτήρηση του πετεινού .Όταν ο κήπος δεν είχε κάτι φυτεμένο που να κινδυνεύει από τα σγαρλίσματα , άφηνε η νοικοκυρά τις κότες ελεύθερες κι εκείνες χαίρονταν την ελευθερία τους τρέχοντας πέρα δώθε ανάμεσα στα δέντρα και τις πρασινάδες του κήπου , κοκορίζοντας , φτεροκοπώντας , σκάβοντας το χώμα και τσιμπολογώντας σποράκια , τρυφερά χόρτα , σκουλήκια , μαμούδια , πετραδάκια για τη χώνεψη και ό,τι άλλο τραβούσε η όρεξή τους , ενώ τα παιδιά του σπιτιού τις κυνηγούσαν και τις έκαναν παιχνίδι . Όταν μάλιστα , κάπου εκεί στο Πάσχα , έβγαζαν οι κλώσσες τα κοτοπουλάκια , τρελαίνονταν τα παιδιά από εκείνες τις πανέμορφες και χαριτωμένες κίτρινες μπαλίτσες που γέμιζαν τον κήπο με ομορφιά και χαρούμενα τσίου-τσίου . Όταν μεγάλωναν τα φτερά στις κότες κι έβγαιναν από το κοτέτσι φτερακίζοντας πάνω από το σύρμα , η νοικοκυρά έπαιρνε ένα μεγάλο ψαλίδι και τους κόνταινε τα φτερά , ψαλιδίζοντας μαζί και το κοτίσιο όνειρο ότι μπορεί κάποια στιγμή να πετάξουν σαν τ’ άλλα πουλιά . Κι όταν χτιζόταν κανένα σπίτι καινούριο κι έβγαζαν τα θεμέλια , ο νοικοκύρης «θυσίαζε» έναν καλό κόκορα απ’ το κοτέτσι του και με το αίμα του ράντιζε τα θεμέλια για να είναι το σπίτι γερό . Μετά η νοικοκυρά μαγέρευε τον κόκορα και τον έτρωγαν οι μαστόροι ευχόμενοι «καλοστέριωτο»!
Το κοτέτσι , οι κότες και τα κοκόρια ήταν τόσο αγαπητά στον ελληνικό λαό που αποθησαυρίστηκαν στη λαϊκή μας παράδοση μέσα από δημοτικά τραγούδια , αινίγματα , παραμύθια , παροιμίες , κ.α.π. .
«Περήφανος σαν κόκορας στο κοτέτσι του»
«Δυό πετεινοί στο ίδιο κοτέτσι δεν κάνουν.»
«Όπου λαλούν πολλοί κοκόροι εκεί ’ναι το κοτέτσι .»
«Οι γριά η κότα έχει το ζουμί.»
Ό,τι αποφάγια μάζευε η νοικοκυρά πήγαιναν για τις κότες , οι οποίες γρήγορα πάχαιναν και πρόκοβαν και γίνονταν για μαχαίρι . Η νοικοκυρά , ανάλογα με τις κότες και τα κοτόπουλα που είχε και ανάλογα με τις ανάγκες και τις ορέξεις της οικογένειας , διάλεγε ή μια κότα για σούπα ή ένα κοτόπουλο για κοκκινιστό ή έναν κόκορα για καπαμά . Άναβε ξύλα στον κήπο έβαζε μια μεγάλη κατσαρόλα να βράσει νερό κι όταν ήταν έτοιμο έσφαζε το πουλερικό , το βούλιαζε στο βραστό νερό και με γρήγορες και σίγουρες κινήσεις το ξεπουπούλιαζε . Τα υπόλοιπα ήταν θέμα κουζίνας την άλλη μέρα . Απ’ όταν «εγκαινιάζονταν» οι κότες , κάθε μέρα σχεδόν , μάζευε η νοικοκυρά φρέσκα αυγά από τη φωλιά για να ταΐσει τα παιδιά βραστό αυγό , σφιχτό ή μελάτο με αλατάκι και πιπεράκι ή να φτιάξει αυγά μάτια , ομελέτα , καγιανά , γλυκά και κουλούρια , ν’ αυγοκόψει τις σούπες , τα ντολμαδάκια και τους φρικασέδες και , φυσικά , να βάψει τα κόκκινα αυγά του Πάσχα ! Και πάντα στο ντουλάπι είχε η καλή η μάνα και νοικοκυρά λίγο κοτόξιγκο (από εκείνο που έβγαζε απ’ τις παχιές τις κότες) για να αλείφει και να γιατρεύει πληγές, κοκκινίλες , γδαρσίματα , ερεθισμούς του δέρματος , καηματιές , στραμπουλήγματα , πόνους στις αρθρώσεις και άλλα πολλά .
Οι μέρες μας , ιδιαίτερα εκείνες του καλοκαιριού , ήταν γεμάτες από το «χρυσό κακάρισμα της κότας» που πήγαινε να γεννήσει και οι γεμάτες νύχτες (εκεί που πήγαινε να προβάλλει «η ροδοδάχτυλη αυγούλα») ήταν το βασίλειο των πετεινών , οι οποίοι από νωρίς έβγαιναν από το κούρνιασμα , έβρισκαν ένα μέρος ψηλό να σταθούν και άρχιζαν να διαλαλούν τον ερχομό της ημέρας .
Ω , τι στιγμή ήταν εκείνη που σε ξυπνούσαν από τον ύπνο τον βαθύ τα κοκόρια !!! Όποιο άσχημο όνειρο σου ’χε γίνει βραχνάς πάνω στο στήθος , έτρεχε να κρυφτεί στα τελευταία σκοτάδια και η ζωή τρύπωνε απ’ τα παράθυρα κι ερχόταν να χουζουρέψει πλάι σου . Κι όταν « ήλιος ο ηλιάτορας» πρόβαλλε απ’ τις απέναντι βουνοκορφές κι έλουζε την Πλάση με τις χρυσοφόρες ακτίνες του , όλα τα κοκόρια απ’ τα κοτέτσια έβαζαν το πιο δυνατό και θριαμβικό τους σάλπισμα και μετά σώπαιναν . Ήταν τότε που οι άνθρωποι σηκώνονταν για να πάνε στις δουλειές τους και η μέρα τράβαγε τον ανήφορο .
Περάσανε τα χρόνια , άλλαξαν οι άνθρωποι , εκσυγχρονίστηκαν τα σπίτια και ο νέος τρόπος ζωής δεν άντεχε πια τα κοτέτσια . Η δημόσια υγεία «κινδύνευε» απ΄ αυτά , οι ντελικάτες μύτες δεν άντεχαν τη μυρωδιά και τα ευαίσθητα αυτιά ενοχλούνταν από τα κακαρίσματα της κότας και τα λαλήματα του πετεινού . Μόνο στην περιφέρεια της Σπάρτης απόμειναν μερικά κοτέτσια των οποίων τα κοκόρια κατάφερναν να γκρεμίζουν με το σάλπισμά τους τα τείχη της Ιεριχούς , να ξυπνούν τους Σπαρτιάτες και να κεντρίζουν βαθιά στην ψυχή εκείνο που είχαν κι έχασαν . Σιγά –σιγά όμως χάθηκαν κι αυτά τα κοτέτσια κι ελάχιστα έχουν απομείνει πια , για να θυμίζουν μιαν άλλην εποχή , μιαν άλλη ζωή κι άλλους ανθρώπους .
Σήμερα για να βρεις κοτέτσι στη Σπάρτη πρέπει να ψάξεις πολύ . Στη γειτονιά μου , λίγα μέτρα από το σπίτι μου , στο Ν. Κόσμο , έχει σωθεί (για πόσο ακόμα ένα κοτέτσι . O κυρ-Θύμιος , ο γείτονας , έχει έναν μπαξεδάκο και μέσα του έχει εγκαταστήσει εδώ και χρόνια ένα κοτέτσι με καμιά δεκαριά κοτούλες κι έναν κόκορα , πάντα πετρωτό , που κάθε πρωί μας χάριζε όμορφο ξύπνημα με την στεντόρεια φωνή του . Και λέω «χάριζε» γιατί πλέον κόκορας στο κοτέτσι δεν υπάρχει , αφού «ενοχλούσε» με το λάλημά του «ευαίσθητους» γείτονες !!! Έτσι ο κυρ-Θύμιος αναγκάστηκε να θυσιάσει τον τελευταίο κόκορά του χάριν της «κοινής ησυχίας» και να τον «θρηνήσει» στην κατσαρόλα καπαμά. Έκτοτε , εδώ και μήνες πολλούς , η γειτονιά μας έχασε τον μοναδικό λαλητή του ήλιου, το ζωντανό και όμορφο ξυπνητήρι του πρωινού μας .
Το κοτέτσι αυτό του μπαρμπα-Θύμιου έχει γίνει τρόπον τινά συνεταιριστικό , αφού διάφοροι γείτονες έρχονται εκεί και ρίχνουν διάφορα λαχανικά , ψωμιά , φρούτα , κλπ που δεν είναι φαγώσιμα στο σπίτι . Μάλιστα οι κότες έχουν τόσο συνηθίσει την κοινή φροντίδα ώστε μόλις περάσει κάποιος διαβάτης από τον μικρό τους δρόμο , όπου κι αν βρίσκονται «βόσκωντας» και σγαρλώντας μέσα στον μπαξέ , τρέχουν κοντά στο σύρμα καρτερώντας φαγητό. Προσωπικά πάντα θαύμαζα τον αφέντη άντρα του κοτετσιού , τον κιμπάρη καμαρωτό κόκορα με το κόκκινο μεγάλο λειρί που πλάγιαζε σαν φέσι πάνω στο κεφάλι του , ο οποίος ποτέ δεν ορμούσε στο φαΐ για να φάει μαζί με τις κότες , αλλά πάντα , σαν άρχοντας , κοκόριζε τριποδίζοντας γύρω-γύρω προστατευτικά , αφήνοντας το χαρέμι του να τρώει , ενώ όταν πλησίαζες πολύ στο σύρμα , έπαιρνε φόρα , κι ερχόταν επιθετικός απάνω σου για να σε χτυπήσει με τα σπιρούνια του .
Πραγματικά δεν θυμάμαι πόσα μικρά παιδάκια με τους παππούδες , τις γιαγιάδες ή τους γονείς , έχουν περάσει (και συνεχίζουν να περνάνε ) έξω από το κοτέτσι , χαζεύοντας τις κότες , ρίχνοντάς τους ψιχουλάκια απ’ το ψωμί τους ή το μπισκοτάκι που μασουλάνε , παρατηρώντας τις κότες από κοντά , πώς είναι το σώμα τους , τα φτερά , το ράμφος τους, η ουρά , τα πόδια τους …πώς σκαλίζουν το χώμα με τα δυνατά τους νύχια , πώς τσιμπολογάνε το φαγητό τους , πώς κακαρίζουν κλπ , κλπ . Κι ενώ τα παιδάκια με το στοματάκι ανοιχτό και τη λάμψη στα μάτια θαυμάζουν και παρατηρούν «τις κοτούλες» από δίπλα οι μεγάλοι τους λένε , τους εξηγούν και γίνεται το κοτέτσι μάθημα ζωής φυσικό και αβίαστο , έτσι όπως μάθαιναν κάποτε τα παιδιά μέσα στη φύση και στη ζωή κι όχι μόνο στο σχολείο . Και πολλές φορές , μικρά παιδάκια που είναι δύστροπα στο φαγητό τους , εδώ , μπροστά στο κοτέτσι , τρώνε αδιαμαρτύρητα ΟΛΟ τους το φαγητό , τη φρουτόκρεμα , το αυγουλάκι , τη φέτα με το μέλι κ.α. από το χέρι της γιαγιάς , του παππού , της μαμάς ή του μπαμπά τους . Σκέφτομαι , πολλές φορές , πόσα και πόσα παιδάκια της πόλης μεγαλώνουν σήμερα χωρίς να έχουν δει ΠΟΤΕ από κοντά μια κοτούλα ή έναν κόκορα , για να μην πω μια γαλοπούλα , χήνα , πάπια , γαϊδουράκι , γίδα, πρόβατο κ.α.. Μπορεί αυτά τα παιδιά να παίζουν στα δάχτυλα τα κινητά τηλέφωνα, τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τη σύγχρονη τεχνολογία γενικώς , αλλά μεγαλώνουν (δυστυχώς) στο περιθώριο της αληθινής ζωής, του κόσμου , της φύσης και της μάνας γης . Όταν κάποτε μας μάθαιναν στο σχολείο το τραγουδάκι
Ένας κόκορας ολάσπρος
με ψηλό λειρί,
καμαρώνει και φουσκώνει
και λιλιά φορεί,
και θαρρεί πως το κοτέτσι
μόλις τον χωρεί.
Άμα βρει κανένα σπόρο
μέσα στην αυλή,
το κεφάλι του σηκώνει
και το διαλαλεί,
να το μάθουνε σε Δύση
και σ’ Ανατολή!
το τραγουδάγαμε «έξω καρδιά» , γιατί ξέραμε τι τραγουδάγαμε , αφού ΟΛΟΙ είχαμε κοτέτσια στα σπίτια μας . Το ίδιο όμορφα και οικεία νιώθαμε όταν στο παλιό αγαπημένο αλφαβητάρι με το Μίμη , την Άννα και τ’ άλλα παιδιά , διδασκόμαστε το Υ(ψιλον) με τον « Υπερήφανο κόκκορα» , ενώ το κοτέτσι , οι κότες και τα κοκόρια δεν έλειπαν και από τ’ άλλα αναγνωστικά .
Ακόμα και τραγούδια γράφτηκαν για τον κόκορα , όπως αυτό του ΤΣΙΤΣΑΝΗ με τη Μαρίκα Νίνου :
Είμαι κόκορας κεφάτος
ζωηρός και κοτσονάτος
κι έχω μπλέξει κάποια κότα
που τσιμπάει τα καρότα.
Αλλά και οι κότες δεν έλειψαν από το τραγούδι …
Μια κότα στρουμπουλή, μια κάτασπρη πουλάδα
ξεκίνησε η τρελή για βόλτα στη λιακάδα
Κι ένα μαύρο πετεινάρι κικιρίκου την κορτάρει
κικιρίκου την κορτάρει ένα μαύρο πετεινάρι
(Ν. Γούναρης)
Ας είναι όμως ! Περασμένα όλ΄αυτά αλλά όχι ξεχασμένα !
Πριν από λίγο καιρό , ο κυρ-Θύμιος , στερημένος κι αυτός από το πρωινό λάλημα του πετεινού που το κουβαλάει στην ψυχή του από τότε που ήταν παιδί στο χωριό του , αποφάσισε να βάλει νέον άρχοντα στο κοτέτσι , αδιαφορώντας για τις διαμαρτυρίες των γειτόνων . Αγόρασε , λοιπόν , δυο τρία νεαρά κοκόρια και τα ’ριξε στο κοτέτσι , για να μεγαλώσουν και να κάνουν τη δουλειά που τα είχε μάθει η Φύση . Δυστυχώς , όμως , συνέβη το απίθανο : Ένα πρωί που άνοιξε το κοτέτσι για να ταΐσει τις κότες βρήκε τα κοκορόπουλα πνιγμένα και μισοφαγωμένα από αλεπού !!! Ναι ! Μέσα στη Σπάρτη , ανάμεσα στις πολυκατοικίες και στα αυτοκίνητα , βρήκε δρόμο μια αλεπουδίτσα (ποιος ξέρει από πού ήρθε και μας ξέκανε τα κοκόρια !!!
Ελπίζω το πείσμα του μπαρμπα-Θύμιου να μην ξεθυμάνει και να δοκιμάσει ξανά . Προς ώρας , κάθε πρωί , μας έρχονται σποραδικά λαλήματα πετεινών από μακριά , που κάνουν την απουσία ενός δικού μας νεοκοσμίτη κόκορα περισσότερο αισθητή.
Υγιαίνετε !!!
17-10-2017
Βαγγέλης Μητράκος
Σπάρτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου